γερονταφήνω

γερονταφήνω
αμετ. :

δεν γερονταφήνει... — и в старости не перестаёт, не бросает (привычки и т. п.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γερονταφήνω" в других словарях:

  • γερονταφήνω — 1. αφήνω, όταν γεράσω, κακές νεανικές έξεις 2. παροιμ. «όπου μικρομάθει (ή κοπελομάθει), δεν γερονταφήνει» όποιος αποκτήσει κακές συνήθειες στα νιάτα του δεν τις αποβάλλει στα γεράματα του …   Dictionary of Greek

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»